φυματινοδιαγνωστική

φυματινοδιαγνωστική
η, Ν
1. (ιατρ.-κτην.) η διάγνωση τής φυματίωσης με χρήση φυματινοαντίδρασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυματίνη + διαγνωστική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”